ρητινίτης

ρητινίτης
ο вино, креплённое смолой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ρητινίτης" в других словарях:

  • ῥητινίτης — that tastes of resin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρητινίτης — ο / ῥητινίτης, ΝΑ (ενν. οίνος) κρασί που περιέχει ρητίνη πεύκου, η ρετσίνα νεοελλ. (πετρογρ.) άλλη ονομασία του πισσολίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥητίνη + επίθημα ίτης (πρβλ. μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ρητινίτης — ο το κρασί που περιέχει ρετσίνι, το ρετσινάτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥητινίτου — ῥητινίτης that tastes of resin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητινίτῃ — ῥητινίτης that tastes of resin masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Retsina — Bouteille et verre de Retsina Le (ou plutôt la) retsina (en grec η ρετσίνα), ou vin résiné (ρητινίτης οίνος) est un vin produit en Grèce, spécialité typique du pays. C est un vin blanc ou rosé léger à base de cépage savatiano dans lequel est… …   Wikipédia en Français

  • Vin aromatisé — Vermouth Noilly Prat L aromatisation du vin est un procédé très ancien, qui remonte à l Antiquité. Il s agit soit d améliorer un vin de qualité médiocre, soit de créer une boisson apéritive. Actuellement, les vins aromatisés titrent entre 16% et… …   Wikipédia en Français

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • πισσόλιθος — Ηφαιστειακή ύαλος με περιεκτικότητα νερού μέχρι 10%. Έχει χρώμα μαύρο, κόκκινο ή ανοιχτό πράσινο με λιπαρή στιλπνότητα. Περιέχει μικρόλιθους και μερικές φορές εγκλείσεις. Οι π. διακρίνονται σε λιπαριτικούς, τραχειτικούς, διαβασικούς και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»